ΜΕΣΗΛΙΚΑ ΠΑΙΔΙΑ – ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΕΝΙΑ ΜΑΣ

“Εδώ και περίπου δύο χρόνια η Tετάρτη είναι η σταθερή μέρα για ένα τετ-α-τετ με τη μητέρα μου. Όχι στο σπίτι, έξω, με τον καπουτσίνο μας, εκείνη πάντα πασπαλισμένο με σοκολάτα, εγώ με κανέλα, είναι η ώρα η δική μας, ο ζωτικός χρόνος της σχέσης μας, η ώρα για αναμόχλευση αναμνήσεων, χαριτωμένη (ή και πικρότατη) γκρίνια για τα της καθημερινότητας, ανταλλαγή «συνταγών» μητρότητας (της δικής μου και της δικής της). Είναι ο μοναδικός αποκλειστικός χρόνος που της αφιερώνω. Δεν το κάνω για εκείνη, το κάνω για εμένα”.

Πόσοι άραγε από μας έχουν καταφέρει να πιουν τον παραπάνω καφέ με τους γονείς τους; Να τους αφιερώσουν λίγο ουσιαστικό χρόνο, να τους ακούσουν πραγματικά, να μάθουν πράγματα από την οικογενειακή ιστορία και να καταλάβουν έτσι καλύτερα και τον εαυτό τους;

 

Δυστυχώς υπάρχουν  πολλοί άνθρωποι  που ως ενήλικες δεν νιώθουν ότι αποκομίζουν κάποια χαρά από τη σχέση τους με τους γονείς τους ή ακόμα περισσότερο αισθάνονται πολύ θυμωμένοι μαζί τους για όλα όσα δεν τους πρόσφεραν ή επειδή παρεμβαίνουν στη ζωή τους, ή επειδή έχουν γεράσει και εξαρτώνται οι ίδιοι τώρα από τα  παιδιά τους. Οι περισσότεροι τους θεωρούμε δεδομένους αλλά και υποχρεωμένους να συνεχίσουν και ως ηλικιωμένοι να μας «εξυπηρετούν» με διάφορους τρόπους, όπως να τους πηγαίνουμε τους μπόγους με τα άπλυτα του μήνα, να «παρκάρουμε» τα παιδιά για το Σαββατοκύριακο, να ζητούμε δανεικά (και αγύριστα συνήθως) όταν ξεμένουμε στο τέλος του μήνα, να παίρνουμε τα ταπεράκια με το μεσημεριανό, κι όλα αυτά χωρίς καν ένα «ευχαριστώ» γιατί οι γονείς πρέπει να τα κάνουν όλα αυτά.

Όλα τα παραπάνω οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι ακόμα και ως ενήλικες οι άνθρωποι δυσκολεύονται να δουν τους γονείς τους ξεκάθαρα, ως κάτι άλλο εκτός από «μπαμπά» και «μαμά» - την εικόνα δηλαδή που είχαν γι΄ αυτούς όταν ήταν παιδιά και τους έβλεπαν σαν κάτι πολύ μεγάλο και σημαντικό και ως κάποιους που πρέπει πάντα να τους φροντίζουν.

Όσοι  αποφεύγουν τους γονείς τους γιατί ποτέ δεν τους άντεχαν και έχουν ακόμη ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί τους χρειάζεται να γνωρίζουν  ότι κανείς δεν θα μπορέσει να αντικαταστήσει τους  γονείς  μας και υπάρχει  ένα χρέος  που δεν πρόκειται να ξεπληρώσουμε καθώς αυτοί μας έδωσαν τη Ζωή,  μας στάθηκαν όταν ήμασταν ένα μικρό και αδύναμο βρέφος και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα εξαρτόμαστε από αυτούς για όλη μας τη ζωή ακόμη κι αν βρισκόμαστε χιλιόμετρα μακριά ή ακόμη κι αν έχουν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια.

Επίσης χρειάζεται να θυμόμαστε ότι οι γονείς μας που τώρα μπορεί να είναι πολύ ενοχλητικοί, βαρετοί, παρεμβατικοί, υπήρξαν κι αυτοί κάποτε παιδιά, ξέγνοιαστοι νέοι, είχαν όνειρα, φιλίες, μεγάλωσαν σε μία οικογένεια με κάποια πρότυπα συμπεριφοράς και  προσδοκίες. Αν θέλουμε να τους γνωρίσουμε πραγματικά  μπορούμε να ρωτήσουμε τους ίδιους αλλά και άλλα μέλη της οικογένειας για όλες αυτές τις πρώιμες εμπειρίες της ζωή τους.  Όταν τους πλησιάσουμε δεν πρέπει να είμαστε ανακριτικοί γιατί τότε αυτοί μπορεί να αντισταθούν και να μην απαντήσουν. Αν αποκαλύψουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας και τους δικούς μας προβληματισμούς τότε θα τους ενθαρρύνουμε να μας δώσουν λεπτομέρειες που θα μας βοηθήσουν να τους δούμε ως ανθρώπους που προσπάθησαν για το καλύτερο που μπορούσαν.

Πολλοί  ίσως σκεφτούν, «ο πατέρας μου αποκλείεται, τρομοκρατείται με κάτι τέτοια» ή «ποτέ δεν θα μπορούσα να μιλήσω στη μητέρα μου, είναι πολύ παρεμβατική και αυταρχική». Από αυτή την οπτική, η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε, όποια κι αν είναι η συμπεριφορά των γονιών μας, είναι να καταλάβουμε με ποιον τρόπο έφτασαν σε αυτή την κατάσταση. Οι γονείς που ενεργούν ελεγκτικά το έμαθαν από κάπου. Μία  τέτοια συμπεριφορά εκφράζει περισσότερο μία αίσθηση ανασφάλειας και ανεπάρκειας παρά μία σκόπιμη προσπάθεια να μας βλάψουν ως παιδιά. Όταν πιστέψουν ότι έχουν πράγματα να προσφέρουν, όπως πληροφορίες για τη δική τους ζωή, η ανάγκη τους για έλεγχο μπορεί να μειωθεί.

Το να αποδεχθούμε και να γνωρίσουμε τους γονείς μας σημαίνει να εγκαταλείψουμε τις προσπάθειες να τους αλλάξουμε, να εκμηδενίσουμε τις προσδοκίες που έχουμε από αυτούς, να μην εστιάζουμε τη σχέση σας σε μία προσδοκώμενη «ανταμοιβή» αλλά στο πώς εμείς θέλουμε να σχετιστούμε μαζί τους. Μπορούμε έτσι να κατανοήσουμε καλύτερα τη συμπεριφορά τους και την επίδρασή τους  πάνω στη δική μας ζωή, να αξιολογήσουμε θετικά όσα μας έχουν δώσει και ίσως να τους συμμεριστούμε ή και να τους συγχωρήσουμε για κάποια λάθη που θεωρούμε ότι έκαναν προς εμάς. Κι όλα αυτά πριν είναι πολύ αργά και δεν έχουμε πια την ευκαιρία για ένα φλιτζάνι καφέ μαζί τους!!! (το παρόν άρθρο βασίζεται στις αρχές της οικογενειακής/συστημικής προσέγγισης).

Ευρυδίκη Μπουρνούδη

Ψυχολόγος (MSc Συμβουλευτική Ψυχολογία)

Εξωτερικό Ιατρείο Ψυχολόγων

Γενικό Νοσοκομείο Καρδίτσας